- οϊζυρός
- ὀϊζυρός και, αττ. τ., οἰζυρός, -ά, -όν (Α)1. (συν. στον Ομ.) άθλιος, αξιολύπητος, δυστυχής2. γενική προσωνυμία τών θνητών («Ἄρης ἀλεγεινὸς ὀϊζυροῑσι βροτοῑσιν», Ομ. Ιλ.)3. (μτφ. και για πράγματα ή για καταστάσεις) αυτός που προκαλεί δυστυχία, ταλαιπωρία (α. «παύσασθαι ὀϊζυροῡ πολέμοιο», Ομ. Ιλ.β. «ὀϊζυρὸς γόος», Ομ. Οδ.γ. «ἐξ ὀϊζυρῆς ἐργασίης», Ανθ. Παλ.).επίρρ...ὀϊζυρῶς (Α)αθλίως, ελεεινώς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀϊζύς «αθλιότητα» + επίθημα –ρός (πρβλ. ισχύς: ισχυρός)].
Dictionary of Greek. 2013.